- χρυσίσκηπτρον
- χρῡσίσκηπτρον, τό,A = χαμαιλέων λευκός, Ps.-Dsc.3.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσίσκηπτρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίσκηπτρον — τὸ, Α το φυτό χαμαιλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + σκῆπτρον «ραβδί»] … Dictionary of Greek